- λουλακάτος, -η, -ο
- λουλακάτος, -η, -ο και λουλακής, -ιά, -ί αυτός που έχει το χρώμα του λουλακιού: Τι θα φτιάξεις με αυτό το λουλακάτο ύφασμα;
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λουλακάτος — η, ο [λουλάκι] λουλακής … Dictionary of Greek